- διαχωρισμός
- ο (ΑΝ)η διαχώριση*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχωρισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρισμός — ο η διάκριση, το ξεχώρισμα: Στο πολίτευμα της δημοκρατίας γίνεται διαχωρισμός των εξουσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαχωρισμοῦ — διαχωρισμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρισμῷ — διαχωρισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχωρισμόν — διαχωρισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
άπαρτχαϊντ — (apartheid). Η πολιτική των φυλετικών διακρίσεων και του συστηματικού διαχωρισμού της λευκής μειονότητας από τον υπόλοιπο –μαύρο κυρίως– πληθυσμό, που εφαρμόστηκε στη Νότια Αφρική (σημ. Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία). Η λέξη απαρτχάιντ στα αφρικάανς … Dictionary of Greek
μείγμα — Ετερογενές σύστημα, του οποίου τα συστατικά (τα οποία ονομάζονται και φάσεις) διατηρούν τις ιδιότητές τους ανεξάρτητα από τον βαθμό στον οποίο έχουν αναμιχθεί. Για το λόγο αυτό, είναι δυνατός ο διαχωρισμός τους είτε με φυσικές μεθόδους, όπως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ίωνες — Ένα από τα τέσσερα ελληνικά φύλα, το οποίο περιλάμβανε είτε τους Έλληνες της Αττικής και της Εύβοιας είτε τους αποίκους εκείνους οι οποίοι περίπου στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας μεταξύ των κοιλάδων του… … Dictionary of Greek